ελαφρός
[elaˈfros], ελαφριά/ελαφρά, ελαφρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- leichtελαφρός όχι βαρύςελαφρός όχι βαρύς
- schwachελαφρός καφέςελαφρός καφές
- mildελαφρός ποινήελαφρός ποινή
esempi
-
- ελαφρά λογοτεχνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτTrivialliteraturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ελαφριά κατασκευήθηλυκό | Femininum, weiblich fLeichtbauweiseθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi