ελαττώνομαι
[elaˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich verringern, geringer werden, sich vermindernελαττώνομαι μειώνομαιελαττώνομαι μειώνομαι
- nachlassenελαττώνομαι αέραςελαττώνομαι αέρας