εκτυπωτής
[ektipoˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Druckerαρσενικό | Maskulinum, männlich mεκτυπωτής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υPrinterαρσενικό | Maskulinum, männlich m.εκτυπωτής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεκτυπωτής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
esempi
- εκτυπωτής έγχυσης μελάνηςTintenstrahldruckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εκτυπωτής λέιζερLaserdruckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m