εκτενής
[ekteˈnis], εκτενής, εκτενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- umfangreichεκτενήςεκτενής
- ausführlichεκτενής περιγραφή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεκτενής περιγραφή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ