εκτίμηση
[ekˈtimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Ab-, Ein-)Schätzungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτίμηση ζημιάςεκτίμηση ζημιάς
- Ermessenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεκτίμηση κρίσηεκτίμηση κρίση
- (Hoch-)Achtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτίμηση υπόληψηεκτίμηση υπόληψη
- Bewertungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτίμηση αξιολόγησηεκτίμηση αξιολόγηση