„εκπληρώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκπληρώνομαι [ekpliˈronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich erfüllen, wahr werden sich erfüllen, wahr werden εκπληρώνομαι εκπληρώνομαι