εκπέμπω
[ekˈpembo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (aus)senden, übertragenεκπέμπω τηλεόραση | Fernsehenτηλ ραδιόφωνοεκπέμπω τηλεόραση | Fernsehenτηλ ραδιόφωνο
- ausstrahlenεκπέμπω ακτινοβολία, λάμψηεκπέμπω ακτινοβολία, λάμψη
- freisetzenεκπέμπω ενέργειαεκπέμπω ενέργεια
- verbreitenεκπέμπω θερμότητα, φωςεκπέμπω θερμότητα, φως