εκλεγμένος
[ekleɣˈmenos], εκλεγμένη, εκλεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- εκλεγμένη εκπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich fMandatsträgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκλεγμένος εκπρόσωποςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMandatsträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m