εκκλησιαστικός
[eklisiastiˈkos], εκκλησιαστική, εκκλησιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kirchlich, Kirchen-εκκλησιαστικόςεκκλησιαστικός
esempi
- εκκλησιαστική μουσικήθηλυκό | Femininum, weiblich fKirchenmusikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκκλησιαστική χορωδίαθηλυκό | Femininum, weiblich fKirchenchorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εκκλησιαστικό έτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nKirchenjahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
nascondi gli esempimostra più esempi