εκκενώνω
[ekjeˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- leerenεκκενώνω αδειάζωεκκενώνω αδειάζω
- evakuierenεκκενώνω περιοχή, πόληεκκενώνω περιοχή, πόλη
- räumenεκκενώνω αίθουσαεκκενώνω αίθουσα