εκκαθάριση
[ekaˈθarisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Liquidationθηλυκό | Femininum, weiblich fεκκαθάριση εμπόριο | Handelεμπεκκαθάριση εμπόριο | Handelεμπ
- Säuberungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκκαθάριση καθάρισμαεκκαθάριση καθάρισμα
- Begleichungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκκαθάριση λογαριασμούεκκαθάριση λογαριασμού
esempi
- εκκαθάριση δίσκουDatenträgerbereinigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκκαθάριση επιχείρησης οικονομία | WirtschaftοικονLöschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εκκαθάριση μισθούGehaltsabrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich f