„εκδηλωτικός“ εκδηλωτικός [ekðilotiˈkos], εκδηλωτική, εκδηλωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) extrovertiert extrovertiert εκδηλωτικός εκδηλωτικός