εκγύμναση
[ekˈjimnasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich nεκγύμναση ανθρώπουεκγύμναση ανθρώπου
- Dressurθηλυκό | Femininum, weiblich fεκγύμναση ζώουεκγύμναση ζώου
esempi
- εκγύμναση κοιλιακών μυώνBauchmuskeltrainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n