εισπράττω
[isˈprato]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- einnehmen, (ein)kassierenεισπράττω εμπόριο | Handelεμπεισπράττω εμπόριο | Handelεμπ
- einlösenεισπράττω επιταγήεισπράττω επιταγή
- einziehenεισπράττω φόρουςεισπράττω φόρους
- eintreibenεισπράττω χρέηεισπράττω χρέη
esempi