εισπράξεις
[ispˈraksis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Einnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplεισπράξειςεισπράξεις
esempi
- εισπράξεις ταινίαςEinspielergebnisseπληθυντικός | Plural pl