εισβολή
[izvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- εισβολή παρασίτωνSchädlingsbefallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εισβολή χειμώναWintereinbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εισβολή ψύχουςKälteeinbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m