εγκυκλοπαίδεια
[eŋgjikloˈpeðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Enzyklopädieθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκυκλοπαίδειαεγκυκλοπαίδεια
- Nachschlagewerkουδέτερο | Neutrum, sächlich nεγκυκλοπαίδεια για ένα συγκεκριμένο θέμαεγκυκλοπαίδεια για ένα συγκεκριμένο θέμα