εγκατάλειψη
[eŋgaˈtalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεγκατάλειψη απομάκρυνσηεγκατάλειψη απομάκρυνση
- Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fεγκατάλειψη παραίτησηAufgebenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεγκατάλειψη παραίτησηεγκατάλειψη παραίτηση