„δύσκολος“ δύσκολος [ˈðiskolos], δύσκολη, δύσκολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) schwer, schwierig, heikel, unbequem schwer δύσκολος δύσκολος schwierig δύσκολος κ. χαρακτήρας δύσκολος κ. χαρακτήρας heikel δύσκολος ερώτηση δύσκολος ερώτηση unbequem δύσκολος άνθρωπος δύσκολος άνθρωπος esempi μου είναι δύσκολο es fällt mir schwer (να zu) μου είναι δύσκολο δύσκολος να πωληθεί schwer absetzbar δύσκολος να πωληθεί