δόση
[ˈðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Dosisθηλυκό | Femininum, weiblich fδόση φαρμάκουδόση φαρμάκου
- Rateθηλυκό | Femininum, weiblich fδόση χρημάτωνδόση χρημάτων
esempi
- πληρωμήθηλυκό | Femininum, weiblich f με δόσειςRatenzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- με δόσειςauf Abzahlung, in Raten
- δόση ακτινοβολίαςStrahlendosisθηλυκό | Femininum, weiblich f