δωρίζω
[ðoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- schenken, verschenken (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)δωρίζω κάνω δώροδωρίζω κάνω δώρο
- δωρίζω κάνω δωρεά