„δριμύς“ δριμύς [ðriˈmis], δριμεία, δριμύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) scharf, herb, beißend, streng scharf, herb, beißend δριμύς κριτική δριμύς κριτική streng δριμύς χειμώνας δριμύς χειμώνας