δραστηριότητα
[ðrastiriˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Aktivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fδραστηριότητα ενέργειεςδραστηριότητα ενέργειες
- Tatkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fδραστηριότητα ενεργητικότηταδραστηριότητα ενεργητικότητα
esempi
- δραστηριότητεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplTreibenουδέτερο | Neutrum, sächlich n