δραπέτης
[ðraˈpetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, δραπέτισσα [ðraˈpetisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Entflohene(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fδραπέτηςδραπέτης
- Ausbrecherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδραπέτης από τη φυλακήδραπέτης από τη φυλακή