„δραματικός“ δραματικός [ðramatiˈkos], δραματική, δραματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) dramatisch dramatisch δραματικός δραματικός esempi δραματική παύσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Kunstpauseθηλυκό | Femininum, weiblich f δραματική παύσηθηλυκό | Femininum, weiblich f δραματική περίπτωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f drastischer Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich m δραματική περίπτωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f