δουλικότητα
[ðuliˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Kriechereiθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλικότηταδουλικότητα