„δολοπλόκος“: αρσενικό και θηλυκό δολοπλόκος [ðoloˈplokos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Intrigant Intrigantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f δολοπλόκος δολοπλόκος