„δογματικός“ δογματικός [ðoɣmatiˈkos], δογματική, δογματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) dogmatisch dogmatisch δογματικός δογματικός