„ΔΜΣ“: αρσενικό | βραχυγραφία ΔΜΣ [ðeltamiˈsigma]αρσενικό | Maskulinum, männlich mβραχυγραφία | Abkürzung abk (= δείκτης μάζας σώματος) Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) BMI BMIαρσενικό | Maskulinum, männlich m (Body Mass Index) ΔΜΣ ΔΜΣ