„διψασμένος“ διψασμένος [ðipsazˈmenos], διψασμένη, διψασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) durstig, dürstend, durstig durstig, dürstend διψασμένος διψασμένος durstig (για nach) διψασμένος με μια έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ διψασμένος με μια έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ esempi διψασμένος για εξουσία machthungrig διψασμένος για εξουσία