διχασμένος
[ðixazˈmenos], διχασμένη, διχασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- διχασμένος
- zwiespältigδιχασμένος συναίσθημαδιχασμένος συναίσθημα
Grazie per il Suo feedback!