διπλότυπο
[ðiˈplotipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abreißblockαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιπλότυποδιπλότυπο
- Duplikatουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιπλότυπο αντίγραφοδιπλότυπο αντίγραφο