„διπλάσιος“ διπλάσιος [ðiˈplasios], διπλάσια, διπλάσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) doppelt, zweifach doppelt, zweifach διπλάσιος διπλάσιος esempi το διπλάσιο das Doppelteουδέτερο | Neutrum, sächlich n το διπλάσιο παίρνει διπλάσιο μισθό er bekommt das zweifache Gehalt, er bekommt das doppelte Gehalt παίρνει διπλάσιο μισθό