δικαιολογημένα
[ðikjeolojiˈmena]επίρρημα | Adverb advPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- berechtigterweise, mitδικαιολογημέναδικαιολογημένα
- zu Rechtδικαιολογημένα ή | oderodδικαιολογημένα ή | oderod