διευκολύνω
[ðiefkoˈlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- erleichternδιευκολύνω κυκλοφορία, εργασία, εμπόριοδιευκολύνω κυκλοφορία, εργασία, εμπόριο