διευθετώ
[ðiefθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- regelnδιευθετώ τακτοποιώδιευθετώ τακτοποιώ
- schlichten, beilegenδιευθετώ εξομαλύνωδιευθετώ εξομαλύνω