διευθέτηση
[ðiefˈtetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Regelungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιευθέτηση τακτοποίηση υποθέσεωςδιευθέτηση τακτοποίηση υποθέσεως
- Schlichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιευθέτηση διαμάχης, κρίσηςBeilegungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιευθέτηση διαμάχης, κρίσηςδιευθέτηση διαμάχης, κρίσης