„διερευνητικός“ διερευνητικός [ðierevnitiˈkos], διερευνητική, διερευνητικό <ερώτηση>επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bohrend bohrend διερευνητικός διερευνητικός