διεξαγωγή
[ðieksaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Durchführungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεξαγωγή διαπραγματεύσεων, δίκης, έρευναςδιεξαγωγή διαπραγματεύσεων, δίκης, έρευνας
- Austragungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεξαγωγή αγώνα, παιχνιδιούδιεξαγωγή αγώνα, παιχνιδιού
- Abhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεξαγωγή συνάντησηδιεξαγωγή συνάντηση
esempi
- διεξαγωγή αποδείξεως νομικός όρος | RechtswesenνομBeweisaufnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διεξαγωγή του πολέμουKriegführungθηλυκό | Femininum, weiblich f