διεκδικώ
[ðiekðiˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- beanspruchen, fordernδιεκδικώ νομικός όρος | Rechtswesenνομδιεκδικώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ