διεκδίκηση
[ðiekˈðikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Anspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιεκδίκησηδιεκδίκηση
- Beanspruchungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκδίκηση νομικός όρος | Rechtswesenνομδιεκδίκηση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Forderungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκδίκηση στον πολιτικό χώροδιεκδίκηση στον πολιτικό χώρο
- Verteidigungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιεκδίκηση αθλητισμός | Sportαθλ τίτλουδιεκδίκηση αθλητισμός | Sportαθλ τίτλου
esempi
- διεκδίκηση εξουσίαςHerrschaftsanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διεκδίκηση της εξουσίαςMachtanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m