διαχωρισμός
[ðiaxorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Trennungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαχωρισμός διάκρισηδιαχωρισμός διάκριση
- Teilungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαχωρισμός διαίρεσηδιαχωρισμός διαίρεση
esempi
- διαχωρισμός απορριμμάτωνMülltrennungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαχωρισμός δωματίωνZimmeraufteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαχωρισμός εξουσιώνGewaltenteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi