διαφωτίζω
[ðiafoˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufklären, informieren (κάποιον για κάτι jemanden über etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk)διαφωτίζω κατατοπίζωδιαφωτίζω κατατοπίζω
- διαφωτίζω μυστήριο, έγκλημα