„διατείνομαι“: αποθετικό ρήμα διατείνομαι [ðiaˈtinome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ohneαόριστος | Aorist aor> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) behaupten behaupten (ότι dass) διατείνομαι διατείνομαι