„διαστάσεις“: πληθυντικός θηλυκού διαστάσεις [ðiaˈstasis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Maßangabe Maßangabeθηλυκό | Femininum, weiblich f διαστάσεις διαστάσεις esempi διαστάσεις μέσης Bundweiteθηλυκό | Femininum, weiblich f διαστάσεις μέσης