διαρρύθμιση
[ðiaˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Layoutουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαρρύθμισηδιαρρύθμιση
esempi
- διαρρύθμιση δωματίουZimmereinrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαρρύθμιση εσωτερικού χώρουInneneinrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαρρύθμιση χώρουRaumaufteilungθηλυκό | Femininum, weiblich f