διαρρέω
[ðiaˈreo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- durchströmenδιαρρέω ποταμόςδιαρρέω ποταμός
- ausströmen, entweichenδιαρρέω αέριοδιαρρέω αέριο
- ausströmen, durchsickernδιαρρέω υγρό, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιαρρέω υγρό, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- auslaufen (από aus)διαρρέω υγρόδιαρρέω υγρό
- vergehenδιαρρέω χρόνοςδιαρρέω χρόνος
- sickernδιαρρέω πληροφορίαδιαρρέω πληροφορία