διαρκής
[ðiarˈkjis], διαρκής, διαρκέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- διαρκές εισιτήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich nDauerkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαρκές θέμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nDauerthemaουδέτερο | Neutrum, sächlich n