διαπροσωπικός
[ðiaprosopiˈkos], διαπροσωπική, διαπροσωπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zwischenmenschlichδιαπροσωπικόςδιαπροσωπικός
Grazie per il Suo feedback!