διαπραγματευτής
[ðiapraɣmatefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Unterhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαπραγματευτήςVerhandlungspartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαπραγματευτήςδιαπραγματευτής